Το υπουργείο Δικαιοσύνης φέρνει τη μεγαλύτερη μεταρρύθμιση των τελευταίων δεκαετιών στο Κληρονομικό Δίκαιο - Δείτε με παραδείγματα τι ισχύει πλέον
Τη μεγαλύτερη νομοθετική μεταρρύθμιση στο Κληρονομικό Δίκαιο των τελευταίων 80 χρόνων παρουσίασε το υπουργείο Δικαιοσύνης, εισάγοντας ένα νέο πλαίσιο, που υπόσχεται μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου, ευελιξία στις οικογενειακές και περιουσιακές σχέσεις και προστασία των πολιτών από «παγίδες» του ισχύοντος συστήματος.
Το νέο νομοσχέδιο, προϊόν εργασίας νομοπαρασκευαστικής επιτροπής υπό τον ακαδημαϊκό Απόστολο Γεωργιάδη, προβλέπει 13 κατηγορίες μεγάλων αλλαγών, με θεσμούς που για πρώτη φορά εισάγονται στο ελληνικό Δίκαιο, όπως οι κληρονομικές συμβάσεις αιτία θανάτου, οι συμβάσεις παραίτησης από κληρονομικά δικαιώματα, η συνδιαθήκη, η χρηματική νόμιμη μοίρα, καθώς και ένας εντελώς νέος μηχανισμός σχέσης του κληρονόμου με τα χρέη της κληρονομίας.
Κατά την παρουσίαση, ο υπουργός Δικαιοσύνης, Γιώργος Φλωρίδης, χαρακτήρισε τη μεταρρύθμιση «άρτιο επιστημονικό πόνημα, που θα υπηρετήσει την κοινωνία και την οικονομία για τις επόμενες δεκαετίες», ενώ ο υφυπουργός Ιωάννης Μπούγας τόνισε ότι «οι νέες διατάξεις ανταποκρίνονται στις σύγχρονες οικογενειακές και περιουσιακές πραγματικότητες και ενισχύουν το αίσθημα ασφάλειας του πολίτη».
Κληρονομικό Δίκαιο: Κληρονομώ το σπίτι, κληρονομώ και τα χρέη; Αυτό αλλάζει οριστικά
Η πιο δραστική αλλαγή της μεταρρύθμισης αφορά την ευθύνη του κληρονόμου για τα χρέη της κληρονομίας. Μέχρι σήμερα, όποιος δεν αποποιείτο εγκαίρως την κληρονομία κινδύνευε ακόμα και με δήμευση της προσωπικής του περιουσίας, εάν ο θανών είχε οφειλές. Με τη νέα ρύθμιση, ο κληρονόμος δεν θα ευθύνεται με την ατομική του περιουσία για τα χρέη της κληρονομίας, εκτός εάν με δικές του πράξεις προκάλεσε μείωση της αξίας της κληρονομιαίας περιουσίας ή προχώρησε σε διάθεσή της.
Ενδεικτικά παραδείγματα:
- Ο Κ απεβίωσε χωρίς να έχει συντάξει διαθήκη, έχοντας πλησιέστερο συγγενή τον γιο του Α. Κατά τον χρόνο του θανάτου του ο Κ είχε μόνο χρέη. Ωστόσο, ο Α παρέλειψε να αποποιηθεί εμπρόθεσμα την κληρονομία του Κ. Κινδυνεύει η ατομική του περιουσία από τους δανειστές του Κ;
Κατά το ισχύον Δίκαιο: Ναι, ο κληρονόμος που αποδέχθηκε την κληρονομία ευθύνεται για τις υποχρεώσεις της και με την ατομική του περιουσία, η οποία είναι υπέγγυα στους κληρονομικούς δανειστές (ΑΚ 1901).
Κατά το προτεινόμενο σχέδιο: Όχι. Μεταρρυθμίζεται η ευθύνη του κληρονόμου για τα χρέη της κληρονομίας. Πλέον ο κληρονόμος δεν θα ευθύνεται με την ατομική του περιουσία για τα χρέη της κληρονομίας. Αυτή δεν θα είναι υπέγγυα στους δανειστές του κληρονομουμένου (νέα ΑΚ 1892).
- Ο Κ απεβίωσε χωρίς να συντάξει διαθήκη, έχοντας πλησιέστερο συγγενή τον γιο του Α. Κατά τον χρόνο του θανάτου του ο Κ είχε ένα διαμέρισμα αξίας 100.000 ευρώ και ένα χρέος στην Εφορία ύψους 100.000 ευρώ. Αν ο Α αποδεχθεί την κληρονομία του Κ, η Εφορία μπορεί να επιβάλει κατάσχεση σε δικό του διαμέρισμα;
Κατά το ισχύον Δίκαιο: Ναι, καθώς ο κληρονόμος ευθύνεται για τις υποχρεώσεις της κληρονομίας και με την ατομική του περιουσία (ΑΚ 1901), η Εφορία μπορεί να επιβάλει κατάσχεση τόσο στο κληρονομιαίο διαμέρισμα όσο και στο διαμέρισμα που ανήκει στην ατομική περιουσία του κληρονόμου Α.
Κατά το προτεινόμενο σχέδιο: Ο κληρονόμος ευθύνεται έναντι των κληρονομικών δανειστών μόνο με την κληρονομία, χωρίς να είναι υπέγγυα η ατομική του περιουσία για την ικανοποίησή τους (νέα ΑΚ 1892). Συνεπώς, η Εφορία μπορεί να επιβάλει κατάσχεση μόνο στο διαμέρισμα που κληρονόμησε ο Α από τον Κ και όχι στο διαμέρισμα που ανήκει στην ατομική περιουσία του Α.
Η νόμιμη μοίρα μετατρέπεται από «δικαίωμα επί ακινήτου» σε χρηματική αξίωση
Ο μέχρι σήμερα θεσμός οδηγούσε συχνά σε ακούσιες συνιδιοκτησίες, προκαλώντας σύγχυση και οικονομικά αδιέξοδα όταν ένας κληρονόμος λάμβανε «μερίδιο» επί ακινήτου αντί για χρηματικό ποσό. Με το νέο πλαίσιο, ο μεριδούχος διασφαλίζεται μέσω ενοχικής - χρηματικής αξίωσης, ενώ έχει δυνατότητα εγγραφής υποθήκης επί των ακινήτων για διασφάλιση της απαίτησής του.
Για παράδειγμα, η Κ άφησε με τη διαθήκη της ολόκληρη την περιουσία της στην κόρη της Α. Τι δικαιώματα έχει ο Β, γιος της Κ;
Κατά το ισχύον Δίκαιο: Ο Β, ως νόμιμος μεριδούχος της Κ, μπορεί να επικαλεστεί την ακυρότητα της διαθήκης της Κ κατά το μέτρο που τον αποκλείει από τη νόμιμη μοίρα του, η οποία αντιστοιχεί στο 1/4 της κληρονομίας. Κατά το ποσοστό αυτό, ο Β είναι κληρονόμος (ΑΚ 1825) και δικαιούται να ασκήσει κατά της Α αγωγή περί κλήρου με αίτημα την αναγνώριση του κληρονομικού του δικαιώματος και την απόδοση των κληρονομιαίων, καθώς και τυχόν ωφελήματα που εισέπραξε η Α.
Κατά το προτεινόμενο σχέδιο: Ο Β, ως νόμιμος μεριδούχος της Κ, δεν μπορεί να επικαλεστεί ακυρότητα της διαθήκης της. Αντιθέτως, έχει ενοχική αξίωση κατά της Α να του καταβάλει σε χρήμα το 1/4 της αξίας της κληρονομίας. Προς εξασφάλιση της αξίωσής του αυτής, ο Β μπορεί να εγγράψει υποθήκη σε όλα τα κληρονομιαία ακίνητα. Σε κάθε περίπτωση, το δικαστήριο μπορεί, έπειτα από αίτημα είτε του Β είτε της Α, και αφού σταθμίσει όλες τις ειδικές περιστάσεις, να διατάξει την αυτούσια απόδοση ποσοστού ή περιουσιακού στοιχείου της κληρονομίας που αντιστοιχεί στη νόμιμη μοίρα.
Κληρονομικές συμβάσεις αιτία θανάτου – Μείζον νέο εργαλείο για οικογένειες και επιχειρήσεις
Για πρώτη φορά επιτρέπεται στην Ελλάδα ο θεσμός που ισχύει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες: δεσμευτική συμφωνία για το μέλλον της περιουσίας μετά θάνατο, ενώ ο διαθέτης παραμένει 100% κύριος της περιουσίας του όσο ζει.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα:
Ο Κ είναι ιδιοκτήτης ξενοδοχειακής μονάδας, που λειτουργεί ως ατομική επιχείρηση. Ο Κ έχει δύο παιδιά, τον Α, από τον γάμο του με τη Σ1, και τον Β, από τη δεύτερη σύζυγό του, τη Σ2. Ο Α από μικρή ηλικία ενδιαφέρεται πολύ για την επιχείρηση και αποφασίζει να ακολουθήσει σπουδές που θα τον βοηθήσουν να την εξελίξει, ενώ ο Β έχει διαφορετική επαγγελματική σταδιοδρομία. Ο Κ επιθυμεί να ασχολείται με την επιχείρηση όσο ζει και για τον λόγο αυτόν δεν τη μεταβιβάζει στον Α. Άλλωστε, φοβάται ότι μια τέτοια μεταβίβαση μπορεί να δυσαρεστούσε τη Σ2, η οποία επίσης απασχολείται στην επιχείρηση. Παράλληλα, ο Α διστάζει να επενδύσει στην επιχείρηση του πατέρα του, γιατί δεν είναι σίγουρος αν τελικά αυτή θα περιέλθει στον ίδιο. Τι μπορεί να κάνει ο Κ για να εξασφαλίσει ότι, μετά τον θάνατό του, ο Α θα συνεχίσει την επιχείρησή του;
Κατά το ισχύον Δίκαιο: Εφόσον ο Κ δεν επιθυμεί να μεταβιβάσει την επιχείρηση τον Α όσο ζει, θα μπορούσε με διαθήκη να καταλείπει την επιχείρηση στον Α. Ωστόσο, η διαθήκη είναι ελεύθερα ανακλητή και, για τον λόγο αυτόν, ο Α δεν μπορεί να έχει καμία εξασφάλιση ότι τελικά η επιχείρηση θα περιέλθει σε αυτόν. Τυχόν συμφωνία των Α και Κ ότι ο Κ δεσμεύεται να καταλείπει στον Α την επιχείρηση με διαθήκη θα ήταν άκυρη κατά την ΑΚ 368. Περαιτέρω, αν κατά τον χρόνο θανάτου του Κ δεν υπάρχουν στην κληρονομία άλλα σημαντικά περιουσιακά στοιχεία, οι Β και Σ θα αποκτήσουν ως μεριδούχοι (ΑΚ 1825) μερίδιο στην επιχείρηση. Τυχόν εκ των προτέρων συμφωνία με τον Κ ότι οι Β και Σ παραιτούνται από τη νόμιμη μοίρα τους θα ήταν άκυρη (ΑΚ 368). Έτσι, η επιχείρηση θα περιέλθει σε περισσότερα πρόσωπα και τυχόν έριδες μεταξύ τους, που δεν είναι απίθανες σε συναφείς περιπτώσεις, μπορούν να οδηγήσουν μέχρι και στη διάλυση της επιχείρησης. Η δυνατότητα κατά την ΚΠολΔ 483 επιδίκασης της επιχείρησης σε έναν κληρονόμο προϋποθέτει τη ρευστότητα αυτού, αφού θα πρέπει να αποδώσει στους λοιπούς την αξία του μεριδίου τους, που δεν είναι πάντα δεδομένη.
Επισημαίνεται ότι, λόγω της ανασφάλειας που συνεπάγεται η διαθήκη, τελικά ο Κ μπορεί να εξωθηθεί στο να προβεί στη μεταβίβαση της επιχείρησής του όσο ακόμα αυτός ζει, ενδεχομένως διατηρώντας επικαρπία ή υπό την προθεσμία του θανάτου του. Ωστόσο, συναφείς λύσεις, πέραν του ότι εντέλει δεσμεύουν τον Κ περισσότερο από όσο θα επιθυμούσε, δυσχεραίνουν την εκμετάλλευση της περιουσίας.
Κατά το προτεινόμενο σχέδιο: Ο Κ μπορεί να καταρτίσει με τον Α κληρονομική σύμβαση αιτία θανάτου (νέες ΑΚ 1798 επ.), με την οποία του καταλείπει την επιχείρηση. Η ρύθμιση αυτή είναι δεσμευτική, με την έννοια ότι ο Κ δεν μπορεί να την ανακαλέσει μεταγενέστερα μονομερώς, παρά μόνο υπό εξαιρετικές προϋποθέσεις. Ο Κ, όσο ζει, δεν εμποδίζεται στην εκμετάλλευση της επιχείρησης όπως εκείνος το επιθυμεί. Ταυτόχρονα, ή και μεταγενέστερα, όταν ο Κ έχει ρευστότητα, μπορεί, κατά τις νέες ΑΚ 1838 επ., να συνάψει σύμβαση και με τους Β και Σ, με την οποία καθένας από αυτούς παραιτείται εκ των προτέρων από την αξίωσή του στη νόμιμη μοίρα, έναντι ανταλλάγματος (λ.χ. στη Σ ο Κ μεταβιβάζει ένα διαμέρισμα και στον Β ο Κ διαθέτει ένα σημαντικό χρηματικό ποσό, που του είναι απαραίτητο στο ξεκίνημα της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας). Σε κάθε περίπτωση, ο Κ μπορεί με διαθήκη να καταλείπει περαιτέρω περιουσιακά στοιχεία στους Β και Σ, εφόσον το επιθυμεί. Επισημαίνεται ότι η παραίτηση από τη νόμιμη μοίρα είναι πρακτικά σημαντική και μετά τη μετατροπή της νόμιμης μοίρας κατά το προτεινόμενο σχέδιο σε ενοχική αξίωση, αφού για την ικανοποίησή της προϋποτίθεται ρευστότητα του κληρονόμου, που δεν είναι πάντα δεδομένη.
Η πρακτική σημασία των ανωτέρω κληρονομικών συμβάσεων ιδίως στη διαδοχή επιχειρήσεων έχει αναδειχθεί σε χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης (Γερμανία, Ελβετία), στις οποίες παραδοσιακά αναγνωρίζονται οι εν λόγω συμβάσεις. Οι δικαιολογητικοί λόγοι για τους οποίους είχε προκριθεί η απαγόρευσή τους στην Ελλάδα δεν ικανοποιούν τη σύγχρονη εποχή.
Αλλαγές στην εξ αδιαθέτου διαδοχή - Ενίσχυση του συζύγου και αναγνώριση της ελεύθερης ένωσης
Με τις νέες διατάξεις, η/ο σύζυγος αποκτά πρωταγωνιστικό ρόλο, καθώς αυξάνεται το ποσοστό του όταν κληρονομεί μαζί με τέκνα, καλείται ως μόνος κληρονόμος πριν από πιο μακρινούς συγγενείς και λαμβάνει το δικαίωμα κατοίκησης στην οικογενειακή στέγη και συγκεκριμένα κληρονομικά προνόμια.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα:
- Ο Κ απεβίωσε χωρίς να έχει συντάξει διαθήκη. Κατά τον χρόνο του θανάτου του ζει η σύζυγός του, η Σ, και τα πρώτα του ξαδέλφια, Α και Β, παιδιά του προαποβιώσαντος αδερφού του πατέρα του, με τα οποία τα τελευταία 20 χρόνια δεν είχε καμία επαφή. Πώς κληρονομείται ο Κ;
Κατά το ισχύον Δίκαιο: (ΑΚ 1816, 1820) η Σ θα κληρονομήσει τον Κ στο ½ της περιουσίας του και το υπόλοιπο ½ θα περιέλθει κατ’ ισομοιρία στους Α (1/4) και Β (1/4), που εμπίπτουν στην τρίτη τάξη. Η Σ θα λάβει επιπλέον και το εξαίρετο (οικοσκευή κτλ).
Κατά το προτεινόμενο σχέδιο: στη Σ θα περιέλθει το σύνολο της περιουσίας του Κ (νέα ΑΚ 1811).
Παράλληλα, για πρώτη φορά θεσπίζεται δυνατότητα κληρονομικότητας σε σύντροφο σε ελεύθερη ένωση, όταν δεν υπάρχει άλλος συγγενής, έπειτα από δικαστική κρίση για τη γνησιότητα της ένωσης. Για παράδειγμα:
- Ο Κ, άγαμος και άτεκνος, ο οποίος συζούσε με την Α εδώ και 10 χρόνια, πεθαίνει αιφνίδια σε αυτοκινητικό δυστύχημα, χωρίς να έχει συντάξει διαθήκη. Κατά τον χρόνο θανάτου του δεν ζει κανένας από τους συγγενείς που θα καλούνταν εκ του νόμου στην κληρονομική του διαδοχή (κατιόντες, γονείς, αδέλφια, ανίψια, μικρανίψια, παππούδες, γιαγιάδες, θείοι/ες και πρώτα ξαδέλφια). Πώς κληρονομείται ο Κ;
Κατά το ισχύον Δίκαιο: Η κληρονομία του Κ περιέρχεται στο Δημόσιο (ΑΚ 1824).
Κατά το προτεινόμενο σχέδιο: η Α μπορεί, εντός προθεσμίας 4 μηνών αφού πληροφορηθεί τον θάνατο του Κ και το ότι δεν υπάρχουν συγγενείς του που καλούνται στην κληρονομική του διαδοχή, να υποβάλει αίτηση στο δικαστήριο προκειμένου να περιέλθει σε εκείνη η κληρονομία (νέα ΑΚ 1817 παρ. 3, 1818). Εφόσον το δικαστήριο πεισθεί ότι πράγματι η Α συζούσε με τον Κ σε ελεύθερη ένωση για χρονικό διάστημα άνω των 3 ετών πριν από τον θάνατό του, δέχεται την αίτηση και η Α καθίσταται μοναδική κληρονόμος του Κ αναδρομικά (ήδη από τον χρόνο του θανάτου του Κ). Αν η αίτηση της Α απορριφθεί, η κληρονομία περιέρχεται στο Δημόσιο.
Συνδιαθήκη - Κοινή τελευταία βούληση
Η απαγόρευση που ίσχυε μέχρι σήμερα καταργείται. Ζευγάρια που επιθυμούν κοινό κληρονομικό σχεδιασμό μπορούν πλέον να συντάσσουν δεσμευτική συνδιαθήκη, κάτι που επιλύει δεκάδες προβλήματα, ειδικά σε μικτές οικογένειες ή περιπτώσεις δεύτερου γάμου.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα:
- Οι Α και Β είναι σύζυγοι και έχουν έναν γιο, τον Γ. Επιθυμούν όταν ο ένας από αυτούς πεθάνει να τον κληρονομήσει ο επιζών σύζυγος και μετά τον θάνατο του τελευταίου εξ αυτών η κληρονομία στο σύνολό της θα περιέλθει στον Γ. Τι μπορούν να πράξουν για να υλοποιήσουν την επιθυμία τους;
Κατά το ισχύον Δίκαιο: Η μοναδική δυνατότητα των Α και Β είναι να συντάξουν ο καθένας χωριστά διαθήκη με το παραπάνω περιεχόμενο, αφού η συνδιαθήκη απαγορεύεται κατά την ΑΚ 1717 και οι κληρονομικές συμβάσεις κατά την ΑΚ 368. Ωστόσο, με τη διαθήκη δεν μπορούν να ικανοποιηθούν οι ανάγκες των Α και Β.
Συγκεκριμένα, ανακύπτουν τα εξής προβλήματα:
α) Η διαθήκη καθενός από τους Α και Β είναι ελεύθερα ανακλητή ανά πάσα στιγμή. Έτσι, ακόμα και αν αρχικά συντάξει καθένας από τους Α και Β διαθήκη σύμφωνα με το οικογενειακό τους πλάνο, δεν παρέχεται καμία εξασφάλιση ότι όντως η κληρονομική διαδοχή θα διαμορφωθεί τελικά με τον τρόπο αυτόν. Ο σύζυγος που απεβίωσε δεύτερος είναι σε ιδιαίτερα ευνοϊκή θέση (και από πλευράς Κληρονομικού Δικαίου), αφού μπορεί να αποφασίσει ανά πάσα στιγμή διαφορετικά σχετικά με τη διάθεση της περιουσίας του (στην οποία πλέον θα περιλαμβάνονται και όσα κληρονόμησε από τον πρώτο αποβιώσαντα σύζυγο).
β) Το να εγκαταστήσει ο κάθε σύζυγος με διαθήκη τον άλλο σύζυγο κληρονόμο και τον γιο καταπιστευματοδόχο προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα τόσο του επιζώντος συζύγου όσο και του γιου και, άρα, ως προς τη νόμιμη μοίρα το καταπίστευμα δεν θα ισχύσει (ΑΚ 1829). Κατά τη νομολογία, με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζονται περιπτώσεις στις οποίες η επικαρπία καταλείπεται στον σύζυγο και η ψιλή κυριότητα στο παιδί.
Κατά το προτεινόμενο σχέδιο: Οι Α και Β μπορούν να καταρτίσουν κληρονομική σύμβαση αιτία θανάτου, με την οποία ο ένας εγκαθιστά κληρονόμο τον άλλον, και να προβλέψουν ότι μετά τον θάνατο του τελευταίου εξ αυτών η κληρονομία στο σύνολό της θα περιέλθει στον Γ (νέες 1798 επ.). Η σύμβαση αυτή αναπτύσσει δεσμευτικότητα και, συνεπώς, δεν μπορεί κάθε σύζυγος να προβεί σε διαφορετική διάθεση αιτία θανάτου της περιουσίας του με διαθήκη. Δεν εμποδίζεται, όμως, να διαθέτει εν ζωή την περιουσία του όπως επιθυμεί.
Ο Γ θα είναι μοναδικός κληρονόμος του δεύτερου αποβιώσαντος. Από την κληρονομία του πρώτου αποβιώσαντος θα έχει αξίωση για τη νόμιμη μοίρα. Ωστόσο, και αυτό μπορεί να ρυθμιστεί συμβατικά, με την κατάρτιση σύμβασης εκ των προτέρων παραίτησης από τα κληρονομικά δικαιώματα (ΑΚ 1838 επ.), δηλαδή σύμβασης με καθέναν από τους Α και Β με την οποία ο Γ θα παραιτείται από τη νόμιμη μοίρα του στην κληρονομία του αντισυμβαλλομένου του.
Αχαριστία ως λόγος αποκλήρωσης
Ο νόμος εκσυγχρονίζει τους λόγους αποκλήρωσης, εισάγοντας για πρώτη φορά βαριά αντικοινωνική συμπεριφορά και αχαριστία ως λόγους στέρησης νόμιμης μοίρας.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα:
-Ο Κ έχει δύο παιδιά, τον Α και τη Β. Ο Α έχει να του μιλήσει πάνω από μια δεκαετία και δεν ενδιαφέρεται καθόλου για εκείνον, ενώ κατά καιρούς τον έχει εξυβρίσει, παρότι του έχει δωρίσει σημαντικά χρηματικά ποσά. Μπορεί ο Κ να τον αποκληρώσει με τη διαθήκη του, ώστε να μην λάβει ούτε τη νόμιμη μοίρα του;
Κατά το ισχύον Δίκαιο: Οι λόγοι αποκλήρωσης εν στενή εννοία, δηλαδή οι λόγοι που δικαιολογούν τη στέρηση της νόμιμης μοίρας, αναφέρονται περιοριστικά στον νόμο (ΑΚ 1839). Δεν ανάγονται σε λόγους αποκλήρωσης η μακροχρόνια αδιαφορία ή η αγνωμοσύνη του παιδιού προς τον γονέα του. Συνεπώς, ο Κ δεν επιτρέπεται να αποκληρώσει ολικά τον Α, ο οποίος δικαιούται τη νόμιμη μοίρα του.
Κατά το προτεινόμενο σχέδιο: Η βαριά αντικοινωνική συμπεριφορά, που εκδηλώνει αχαριστία, περιφρόνηση και αδιαφορία για τον κληρονομούμενο, δικαιολογεί την αποκλήρωση του παιδιού από τον γονέα του κατά τη νέα ΑΚ 1833.
Κληρονομική ανικανότητα – Καμία ανοχή σε εγκλήματα κατά του διαθέτη
Μια ακόμα αυστηρή τομή: τελεσίδικη καταδίκη για κακούργημα κατά της ζωής, της υγείας ή της γενετήσιας ελευθερίας του κληρονομουμένου συνεπάγεται αυτοδίκαιη ανικανότητα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα:
- Λίγους μήνες μετά τον θάνατο της Κ, ο σύζυγός της Σ καταδικάσθηκε σε ποινή κάθειρξης επειδή αποδείχθηκε ότι τη βίασε. Λαμβανομένου υπόψη ότι η Κ πέθανε χωρίς να αφήσει διαθήκη, δικαιούται ο Κ μερίδιο από την κληρονομία της;
Κατά το ισχύον Δίκαιο: Ναι, στους περιοριστικά αναφερόμενους στην ΑΚ 1860 λόγους κήρυξης της κληρονομικής αναξιότητας δεν περιλαμβάνεται ο βιασμός του κληρονομουμένου από τον κληρονόμο.
Κατά το προτεινόμενο σχέδιο: Κατά τη νέα ΑΚ 1857, η τελεσίδικη ποινική καταδίκη του κληρονόμου για κακούργημα κατά της ζωής, της υγείας ή της γενετήσιας ελευθερίας του κληρονομουμένου συνεπάγεται αυτοδίκαιη κληρονομική ανικανότητα, που σημαίνει ότι ο κληρονόμος ουδέποτε απέκτησε την κληρονομία.
Το νομοσχέδιο αναμένεται να τεθεί σε δημόσια διαβούλευση και κατόπιν σε ψήφιση. Το υπουργείο Δικαιοσύνης έχει ήδη ανακοινώσει ότι θα συνοδευτεί από εγχειρίδιο εφαρμογής και ενημερωτικές δράσεις για συμβολαιογράφους, δικηγόρους, δικαστές και πολίτες. Η αναμόρφωση του Κληρονομικού Δικαίου, όπως τονίστηκε στην παρουσίαση, «δεν αποτελεί μια τεχνοκρατική μεταβολή, αλλά μια μεταρρύθμιση καθημερινότητας που αφορά κάθε ελληνική οικογένεια».
Βασω Παλαιου
ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ