03 Δεκεμβρίου 2025

Οι τελευταίες ώρες του Πάμπλο Εσκομπάρ και το λάθος που έδειξε την τοποθεσία του στους πράκτορες


Στις 3 Δεκεμβρίου του 1993 το άψυχο σώμα του μεγαλύτερου εμπόρου ναρκωτικών κειτόταν σε ένα ψυγείο νεκροτομείου, ενώ στην Κολομβία άλλοι θρηνούσαν και άλλοι πανηγύριζαν

Ξημέρωνε η 1η του Δεκέμβρη και σε ένα τυπικό σπίτι στο προάστιο του Λος Ολίβος στην Μπογκοτά, ο Πάμπλο Εσκομπάρ είχε έναν μάλλον ανήσυχο ύπνο, που διακοπτόταν συνεχώς αφού ο ναρκοβαρώνος ξύπναγε με το παραμικρό.

Δεν ήταν πια ο άνθρωπος που διαφέντευε το εμπόριο κοκαϊνης στην Κολομβία, αυτός που «χιόνισε» με την άσπρη σκόνη σχεδόν όλη την υφήλιο έχοντας σαν motto το «λεφτά ή σφαίρες» όταν ήθελε να εκφοβίσει κάποιον.

Πλέον ήταν ένα κυνηγημένο ζώο που όλοι ήθελαν να το σκοτώσουν πρώτοι, ξεκινώντας από τους παλιούς του συνεργάτες στο καρτέλ του Κάλι, το Search Bloc-η ειδική μονάδα της αστυνομίας που τον αναζητούσε - και φυσικά η DEA.

Ο ειδικός πράκτορας Στιβ Μέρφι που μαζί με τον Χαβιέ Πένια κυνηγούσαν χρόνια τον «Ελ Πατρόν» ήταν κάθε μέρα στο ειδικό δωμάτιο από όπου συντόνιζαν τις κινητές μονάδες παρακολούθησης τηλεπικοινωνιών, αναζητώντας το σήμα από το δορυφορικό τηλέφωνο του Εσκομπάρ.

Ήξερε ότι δεν θα αργούσε η στιγμή που θα εντόπιζαν τον άνθρωπο που πλημμύρισε την Αμερική και όχι μόνο με κοκαΐνη, αυτόν που έστησε μια αυτοκρατορία με παράνομα εργαστήρια ακόμη και μέσα στην τροπική ζούγκλα της Κολομβίας.

Οι ώρες του ήταν μετρημένες.


Φωτογραφία του Πάμπλο Εσκoμπάρ με τη σύζυγο του, Μαρία Βικτόρια

Λος Ολίβος: Η επιδρομή στο κρησφύγετο του Ελ Πατρόν

Στις 2 Δεκεμβρίου μια σχετικά ζεστή μέρα με υγρασία, το βανάκι με την κινητή ομάδα παρακολούθησης τηλεπικοινωνιών, είχε πιάσει δουλειά από το πρωί διατρέχοντας τους δρόμους της Μπογκοτά.

Όταν έφτασαν στη μεσοαστική γειτονιά του Λος Ολίβος, όλα έδειχναν ήσυχα μέχρι τη στιγμή κατά την οποία οι άνδρες που είχαν βάρδια άκουσαν μια γνώριμη φωνή.

Δεν άργησαν να βεβαιωθούν ότι ήταν αυτή του Πάμπλο Εσκομπάρ που δεχόταν ευχές για τα γενέθλια του από τη σύζυγο και τα παιδιά του, μια μέρα αφότου είχε κλείσει τα σαράντα τέσσερα χρόνια μιας μυθιστορηματικής ζωής.

Μιας ζωής που είχε ξεκινήσει από την πόλη του Ρίο Νέγκρο μέσα στην φτώχεια, συνεχίστηκε στο Μεντεγίν και κατέληξε σε έναν ναρκέμπορο, η φήμη του οποίου ξέφυγε από την Κολομβία και έφτασε μέχρι τις σελίδες του περιοδικού Time.

Μόνο που η απέραντη χασιέντα «Νάπολη», οι ιπποπόταμοι και οι ελέφαντες που είχε φέρει από την Αφρική, τα εξτραβαγκάντζα πάρτι με καλεσμένους πολιτικούς και εστεμμένες καλλονές ήταν πλέον παρελθόν για το πάλαι ποτέ «αφεντικό των αφεντικών».

Στις 2 Δεκεμβρίου ο άνθρωπος που έκανε την κοκαΐνη το Νο 1 εξαγώγιμο προϊόν της Κολομβίας, χτίζοντας μια «ματωμένη» αυτοκρατορία, ήταν μόνος του σε ένα τυπικό σπίτι στο Λος Ολίβος μαζί με έναν μόνο σωματοφύλακά του.

Όταν οι τεχνικοί στο βανάκι «κλείδωσαν» το σήμα και εντόπισαν την κατοικία - ο αστικός μύθος θέλει έναν από αυτούς μέσα στο βαν να αντίκρισε τον Εσκομπάρ να στέκεται με το ακουστικό στο παράθυρο - έστειλαν σήμα και μια επίλεκτη ομάδα ανδρών της Search Bloc ξεκίνησε για την επιχείρηση.

Ο Στιβ Μέρφι ήταν αποφασισμένος να μη χάσει αυτή την ευκαιρία, παρότι ήξερε ότι δεν μπορούσε να συμμετέχει ενεργά, αφού ήταν ξένος υπήκοος.

Ωστόσο, ακολούθησε την ομάδα των επίλεκτων αστυνομικών σε μια από αυτές τις ημέρες που σημαδεύουν για πάντα τη ζωή ενός ανθρώπου, που είχε ταχθεί σε ένα σκοπό.

Να συνεισφέρει τα μέγιστα ώστε να συλληφθεί ο πιο επικίνδυνος βαρώνος ναρκωτικών του κόσμου, αυτός που μεταξύ άλλων είχε απαγάγει διάσημες προσωπικότητες της Κολομβίας, προκειμένου να πιέσει την κυβέρνηση να ακυρώσει τη συμφωνία έκδοσης που είχε συνάψει με τις ΗΠΑ.

Ο Μέρφι θα ήθελε να είναι μαζί του και ο Πένια, αυτός που είχε κάνει κυριολεκτικά τα πάντα για να πιάσει τον Εσκομπάρ υιοθετώντας το γνωστό γνωμικό «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου», κάτι που του κόστισε την παραμονή του στην Κολομβία.

Όμως εκείνη την Πέμπτη ο Πάμπλο ήταν επιτέλους στο σπίτι που είχαν εντοπίσει οι διώκτες του, μαζί με τον Τζον Μπούργκος που είχε το παρατσούκλι «Λιμόν» και έμελλε να είναι ο τελευταίος του σωματοφύλακας.

Όταν οι κομάντος της αστυνομίας απέκλεισαν το δρόμο, η ξαφνική ησυχία που απλώθηκε στη γειτονιά διακόπηκε από τα σκυλιά που γάβγιζαν και ο Εσκομπάρ αποχαιρέτησε ξαφνικά τη γυναίκα του και τον γιό του και σηκώθηκε ανήσυχος από την καρέκλα.

Το μοιραίο λάθος του ήταν ότι έμεινε πολύ ώρα στο τηλέφωνο και όχι δυο ή τρία λεπτά ώστε να μην μπορέσουν να εντοπίσουν το σήμα του, οι τεχνικοί μέσα στο βαν.

Όταν άκουσε την πόρτα της εισόδου να σπάει μαζί με το Λιμόν οπλίστηκαν αμέσως και άρχισαν να κατεβαίνουν τη σκάλα, για να αμυνθούν.



Καταιγισμός πυροβολισμών

Ο Νο 1 καταζητούμενος της χώρας κατάλαβε σχεδόν αμέσως ότι η κατάσταση ήταν ζόρικη, αφού οι κομάντος της Search Block μαζί με τον Μέρφι άρχισαν να πυροβολούν κατά ριπάς προς το μέρος του.

Ο υπέρβαρος Εσκομπάρ υποχώρησε άμεσα μαζί με τον σωματοφύλακα του ανεβαίνοντας προς τα πάνω, όμως ο «Λιμόν» πληγώθηκε πρώτος από τις σφαίρες των κομάντος.

Παρά τα τραύματά του έφτασε στο παράθυρο που έβγαζε στην ταράτσα, κατάφερε να βγει και άρχισε να ακολουθεί το αφεντικό του, που ήταν ξυπόλητος.

Το σχέδιο του διδύμου ήταν να πηδάνε από στέγη σε στέγη μέχρι να βγουν σε κάποιο δρόμο από τον οποίο θα μπορούσαν να διαφύγουν, όμως κάτι τέτοιο δεν έγινε ποτέ.

O «Λιμόν» θερίστηκε από τις σφαίρες της ειδικής μονάδας που είχε σαν στόχο της να συλλάβει τον Εσκομπάρ, ο οποίος προσπαθούσε απεγνωσμένα να διαφύγει.

Έτρεχε όσο μπορούσε όταν δέχτηκε την πρώτη σφαίρα στο πόδι και άλλες τέσσερις στο σώμα του, γύρισε και έπεσε πυροβολώντας προς τα πίσω, ενώ ο Μέρφι έτρεχε προς το μέρος του σαν αφηνιασμένος.

Μέχρι να προσεγγίσει τον πιο διάσημο ναρκέμπορο του κόσμου ο οποίος του είχε γίνει εμμονή άλλη μια σφαίρα-πιθανότατα από ελεύθερο σκοπευτή σε κοντινή απόσταση- πέτυχε τον Εσκομπάρ στο κεφάλι αφήνοντας τον νεκρό πάνω στα κεραμίδια μιας στέγης.

Ο πράκτορας της DEA κοίταξε το άνθρωπο που «χιόνισε» με κοκαΐνη σχεδόν όλη την υφήλιο και αιματοκύλησε την ίδια του τη χώρα, φτάνοντας στο σημείο να εκβιάζει ακόμη και τον πρόεδρο Γκαβίρια προκειμένου να γλιτώσει την έκδοση στις ΗΠΑ.

Η εικόνα του ήταν σοκαριστική. Φορούσε ένα τζιν και μια μπλούζα που καλά-καλά δεν του έκανε και ήταν ξυπόλητος, ένα άψυχο κορμί γεμάτο από σφαίρες, ενώ την ίδια στιγμή οι Κολομβιανοί κομάντος του Search Bloc πανηγύριζαν πάνω από την σωρό του, φωνάζοντας και γελώντας.

Ο Μέρφι σήκωσε τη φωτογραφική μηχανή του και αποθανάτισε τη στιγμή, ενώ πόζαρε και ο ίδιος λίγη ώρα αργότερα χαμογελαστός έχοντας στα πόδια του το ματωμένο κουφάρι του Εσκομπάρ.



Η είδηση του θανάτου του άρχισε να διαδίδεται ταχύτατα στην Μπογκοτά και στο Μεντεγίν, ενώ η μητέρα του ναρκοβαρώνου που πήγαινε να τον δει έμελλε να το μάθει μέσα στο λεωφορείο.

Άκουσε την είδηση για το θάνατο του γιου της από ένα μικρό φορητό ραδιοφωνάκι που κράταγε στο χέρι του ένας επιβάτης που καθόταν σε απόσταση αναπνοής.

Η εικόνα της ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με των άλλων επιβαινόντων στο λεωφορείο που άρχιζαν να πανηγυρίζουν και να αγκαλιάζονται στο άκουσμα της είδησης.

Μόνη της η Εμίλντα Γκαβίρια άρχισε να κλαίει με πικρά δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια της και ήταν για τον γιο που λάτρευε, αυτόν που τη φιλούσε στοργικά στο κεφάλι.

Μετά τα πανηγύρια και μόλις ο Μέρφι ηρέμησε λίγο πήρε αμέσως τηλέφωνο τον άνθρωπο που πρωτοστάτησε μαζί του στο κυνήγι του Πάμπλο.

Ο Χαβιέ Πένια μόλις σήκωσε το ακουστικό άκουσε από τον συνάδελφό του στην άλλη άκρη της γραμμής τις λέξεις που περίμενε χρόνια: «Τελείωσε Χαβιέ».

Μόλις έκλεισε το τηλέφωνο μπήκε σε ένα μπαρ, παρήγγειλε ποτό και είδε στην τηλεόραση τις εικόνες με το πτώμα του ανθρώπου που έλεγε συχνά τις μέρες που ένιωθε άτρωτος ότι «Μερικές φορές νιώθω ότι είμαι Θεός. Λέω ότι κάποιος άνθρωπος πρέπει να πεθάνει και μετά από λίγο είναι νεκρός».

Τελικά δεν ήταν.

Διονύσης Θανάσουλας
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ