Η Τουρκία εξετάζει την επιστροφή των ρωσικών αντιαεροπορικών συστημάτων S-400, σε μια κίνηση που θα μπορούσε να άρει ένα από τα σοβαρότερα αγκάθια στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ και να ανοίξει τον δρόμο για την απόκτηση των αμερικανικών μαχητικών F-35. Το ζήτημα έθεσε ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στον Ρώσο ομόλογό του Βλαντίμιρ Πούτιν, σύμφωνα με το πρακτορείο Bloomberg.
Ειδικότερα, σύμφωνα με πηγές που επικαλείται το ειδησεογραφικό πρακτορείο, ο Ερντογάν έθεσε το ζήτημα των S-400 στον Πούτιν κατά τη διάρκεια συνάντησής τους στο Τουρκμενιστάν την περασμένη εβδομάδα, μετά από αντίστοιχες συζητήσεις που είχαν προηγηθεί μεταξύ αξιωματούχων των δύο χωρών.
Η κίνηση του Ερντογάν έρχεται σε συνέχεια της αυξανόμενης πίεσης από την Ουάσιγκτον προς την Άγκυρα να εγκαταλείψει την προηγμένη ρωσική τεχνολογία. Η κατοχή των πυραύλων από την Τουρκία, καθώς και η επιθυμία της να επανενταχθεί στο πρόγραμμα των F-35, τέθηκαν και κατά τη συνάντηση του Ερντογάν με τον Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο τον Σεπτέμβριο. Ο στενός σύμμαχος του Αμερικανού προέδρου, Τομ Μπάρακ, πρέσβης των ΗΠΑ στην Τουρκία, δήλωσε νωρίτερα αυτόν τον μήνα ότι η Άγκυρα βρίσκεται πιο κοντά στο να εγκαταλείψει τους S-400, εκτιμώντας ότι το ζήτημα θα μπορούσε να επιλυθεί μέσα στους επόμενους τέσσερις έως έξι μήνες.
Η εγκατάλειψη του ρωσικού στρατιωτικού εξοπλισμού θα μπορούσε να βελτιώσει σημαντικά τις σχέσεις με τις ΗΠΑ, ανοίγοντας τον δρόμο για την άρση των αμερικανικών κυρώσεων εις βάρος της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας και για την πρόσβαση της Άγκυρας στα μαχητικά F-35, ανέφεραν οι ίδιες πηγές. Ανώτατος Τούρκος διπλωμάτης δήλωσε πρόσφατα ότι αναμένει την άρση των κυρώσεων εντός του επόμενου έτους.
Η Τουρκία αγόρασε το σύστημα σε μια περίοδο αποξένωσης από τους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ, η οποία ξεκίνησε κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Μπαράκ Ομπάμα στις ΗΠΑ και εντάθηκε μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος κατά του Ερντογάν το 2016. Την ίδια περίοδο, η Άγκυρα επιδίωκε επίσης την αγορά των αμερικανικών πυραύλων Patriot, υποστηρίζοντας ωστόσο ότι η Ουάσιγκτον δεν είχε δεσμευτεί για την ολοκλήρωση της συμφωνίας.
Όπως σημειώνει το Bloomberg, η απογοήτευση αυτή αποτέλεσε μέρος της επιχειρηματολογίας της Άγκυρας για τη στροφή της προς τη Ρωσία και την αγορά του συστήματος S-400.
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, η Τουρκία εκτιμά ότι ο ρόλος της ως διαμεσολαβητή μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας θα ενθαρρύνει τη Μόσχα να αντιμετωπίσει θετικά το σχετικό αίτημα.
Επιστροφή χρημάτων για τους πυραύλους
Η Άγκυρα επιδιώκει επίσης την επιστροφή χρημάτων για τα δισεκατομμύρια δολάρια που δαπάνησε για την αγορά του συστήματος αντιαεροπορικής άμυνας, σύμφωνα με τις πηγές. Αυτό ανοίγει το ενδεχόμενο η Τουρκία να ζητήσει συμψηφισμό με τον λογαριασμό των εισαγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου από τη Ρωσία, αν και, όπως διευκρίνισαν, κάτι τέτοιο θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης.
Ωστόσο, το κόστος των πυραύλων και των ραντάρ S-400 ωχριά σε σύγκριση με το διπλωματικό κεφάλαιο που θα μπορούσε να αποκομίσει η Τουρκία έναντι των συμμάχων της στο ΝΑΤΟ και ειδικά έναντι του Ντόναλντ Τραμπ εάν απαλλαγεί από το σύστημα, ανέφεραν οι πηγές.
Το ΝΑΤΟ έχει προειδοποιήσει ότι η Ρωσία θα μπορούσε να αποκτήσει κρίσιμες πληροφορίες εάν η Τουρκία χρησιμοποιούσε τους S-400 παράλληλα με δυτικά μαχητικά αεροσκάφη. Προς το παρόν, η Άγκυρα δεν έχει θέσει το σύστημα σε επιχειρησιακή λειτουργία.
Η Τουρκία διαθέτει τον μεγαλύτερο στρατό της συμμαχίας μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες και έχει συχνά κατηγορηθεί ότι διατηρεί υπερβολικά στενές σχέσεις με τη Μόσχα. Ο Ερντογάν το έχει αρνηθεί, υποστηρίζοντας ωστόσο ότι η χώρα του χρειάζεται μια ισορροπημένη εξωτερική πολιτική.
Η στάση του απέναντι στη Ρωσία και στον πόλεμο στην Ουκρανία αποτυπώνει αυτή την προσέγγιση: Έχει αρνηθεί να επιβάλει κυρώσεις στη Μόσχα, αλλά έχει περιορίσει τη διέλευση ρωσικών στρατιωτικών πλοίων προς τη Μαύρη Θάλασσα μέσω του Βοσπόρου και έχει αποστείλει οπλισμό στο Κίεβο. Παράλληλα, ο Ερντογάν διατηρεί στενή προσωπική σχέση τόσο με τον Τραμπ όσο και με τον Πούτιν.
Οι ΗΠΑ απέβαλαν την Άγκυρα από το πρόγραμμα των μαχητικών F-35 το 2019, ως απάντηση στην απόκτηση των S-400. Στη συνέχεια, η Ουάσιγκτον ενεργοποίησε το 2020 τον νόμο Countering America’s Adversaries Through Sanctions Act (CAATSA), προκειμένου να εμποδίσει την πρόσβαση της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας σε ευαίσθητη τεχνολογία.
Τα μαχητικά F-35 της Lockheed Martin θεωρούνται ευρέως τα πλέον προηγμένα αεροσκάφη στον κόσμο. Έχουν χαρακτηριστεί ως ο «quarterback» των αιθέρων, λόγω της ικανότητάς τους να συντονίζουν επιχειρήσεις με άλλα αεροσκάφη και μη επανδρωμένα συστήματα, ενώ το κόστος τους ξεπερνά τα 100 εκατ. δολάρια ανά μονάδα στην ακριβότερη έκδοση.
