24 Νοεμβρίου 2025

O Τσίπρας για το email Χαρδούβελη: Ο Σαμαράς μου είχε στήσει παγίδα χρεοκοπίας, δούλευε σενάριο «αριστερής παρένθεσης»


Ο πρώην πρωθυπουργός γράφει στο βιβλίο του ότι τα μέτρα που προέβλεπε το email Χαρδούβελη ήταν ύψους μόλις ενός δισ. ευρώ ενώ το δημοσιονομικό κενό ήταν 2,6 δισ. ευρώ και δεν επρόκειτο να αποτελέσει βάση για μία συμφωνία απαλλαγής της χώρας από το μνημόνια

Η περιφρόνηση και η παντελής έλλειψη εκτίμησης του Αλέξη Τσίπρα προς τον προκάτοχό του στο Μέγαρο Μαξίμου είναι στοιχεία πασίδηλα στην «Ιθάκη».

Η αντιπάθεια και η απαξίωση του Αντώνη Σαμαρά εκ μέρους του, εδράζεται στην πεποίθηση του Αλέξη Τσίπρα ότι ο Σαμαράς, σε συμπαιγνία με τους δανειστές, του είχε στήσει παγίδα, έτσι ώστε η θητεία του ως πρωθυπουργού να εξελιχθεί σε μια μικρή και άδοξη «αριστερή παρένθεση».

Κατά την άποψη του κ. Τσίπρα, το σχέδιο Σαμαρά προέβλεπε ότι η Ελλάδα θα χρεοκοπούσε στα χέρια του ηγέτη της «πρώτης φοράς Αριστερά», κάτι που όμως δεν έγινε. Επιτρέποντας στον Αλέξη Τσίπρα να θριαμβολογεί ότι κατατρόπωσε ακόμη και τις παρασκηνιακές ραδιουργίες που εξυφαίνονταν για να τον ανατρέψουν, σχεδόν πριν καθίσει στον πρωθυπουργικό θώκο.

Γράφει ο πρώην πρωθυπουργός: 

Τις επόμενες ημέρες [σσ: Ιούνιος 2012] σχηματίστηκε η τρικομματική Κυβέρνηση Ν.Δ. - ΠΑΣΟΚ - ΔΗΜ.ΑΡ. και στις 9 Ιουλίου έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από 179 Βουλευτές. Η συμμετοχή της ΔΗΜ. ΑΡ. δεν ήταν αναγκαία για να επιτευχθεί πλειοψηφία, καθώς και χωρίς τους 17 Βουλευτές της, Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ είχαν 162 έδρες.

Ωστόσο, ο Βενιζέλος είχε απαιτήσει την παρουσία της, προκειμένου να συμμετάσχει το ΠΑΣΟΚ στην Κυβέρνηση συνεργασίας, γιατί ήθελε να δημιουργήσει την εντύπωση οικουμενικού συνασπισμού έκτακτης ανάγκης και όχι ιδεολογικής συμμαχίας.

Η ΔΗΜ.ΑΡ. έπαιξε έτσι τον ρόλο που τότε αποκλήθηκε «αριστερό άλλοθι». Ο Σαμαράς μετατοπίστηκε πολύ γρήγορα από τις προηγούμενες αντιμνημονιακές τοποθετήσεις του. Στην πρώτη του επίσημη επίσκεψη στο Βερολίνο, στις 23 Σεπτεμβρίου, απολογήθηκε δημόσια για τις παλαιότερες θέσεις του.

Ωστόσο, αυτό δεν ήταν αρκετό για να κερδίσει μια πιο επιεική στάση από τη Μέρκελ, σε σχέση με τις μνημονιακές υποχρεώσεις της χώρας.

Ήταν η περίοδος που το Βερολίνο ταλαντευόταν ανάμεσα στην επιμονή στα προγράμματα της σκληρής λιτότητας και το Σχέδιο Σόιμπλε για προσωρινή έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ, με «ανθρωπιστική βοήθεια». Το Σχέδιο Σόιμπλε είχε ήδη απορριφθεί από τον Γάλλο πρόεδρο Ολάντ, στη συνάντησή του με τη Μέρκελ την προηγούμενη μέρα στο Βερολίνο.

Η Μέρκελ, λοιπόν, παρουσίασε στον Σαμαρά «τον δρόμο της αρετής», που ήταν όμως στρωμένος με αγκάθια. Του έδωσε έναν κατάλογο με 72 προαπαιτούμενα μέτρα. Ο Σαμαράς ξαφνιάστηκε και της ζήτησε χρόνο. Η Μέρκελ του ξεκαθάρισε ότι χρόνος δεν υπήρχε.

Έτσι, με την επιστροφή του στην Αθήνα, άρχισε την υλοποίηση των μέτρων, κάνοντας στροφή 180 μοιρών, όχι μόνο από όσα έλεγε προεκλογικά, αλλά ακόμα και από τις ίδιες τις προγραμματικές δηλώσεις του στη Βουλή.

Μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου είχε ήδη προχωρήσει σε νέες περικοπές ύψους 7% του ΑΕΠ. Και έτσι κατάφερε να κλείσει την πρώτη αξιολόγηση με τη σύμφωνη γνώμη της Τρόικας.

Ζήτησα δημόσια από τον Αντώνη Σαμαρά, τον οποίο χαρακτήρισα «Πρωθυπουργό υπό προθεσμία», να απόσχει από κάθε καθοριστική απόφαση χωρίς τη συναίνεση της Αντιπολίτευσης. Εκείνος, ωστόσο, επέλεξε να αγνοήσει τη νέα πολιτική πραγματικότητα.

Είχε αποφασίσει να ακολουθήσει ένα διαφορετικό πλάνο, καθώς η απόφαση να εγκαταλείψει την προσπάθεια ολοκλήρωσης του προγράμματος είχε ήδη ληφθεί. Η πέμπτη αξιολόγηση περιλάμβανε μέτρα εξαιρετικά επώδυνα και ο πολιτικός χρόνος τον πίεζε.

Προχώρησε σε ανασχηματισμό, μεταφέροντας τον Γιάννη Στουρνάρα από το Υπουργείο Οικονομικών στην Τράπεζα της Ελλάδος, προκειμένου να διασφαλίσει τον έλεγχο των εξελίξεων σε περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν η επόμενη Κυβέρνηση. Παράλληλα, υπουργοποίησε σειρά στελεχών της λεγόμενης «λαϊκής Δεξιάς», σε μια προσπάθεια να αλλάξει το πολιτικό κλίμα.

Στη συνέχεια, επιδίωξε να εξασφαλίσει ευνοϊκή μεταχείριση από τους εταίρους και δανειστές, αποφεύγοντας την ολοκλήρωση του προγράμματος και την τήρηση των δεσμεύσεων που ο ίδιος είχε αναλάβει. Ζήτησε την αποχώρηση του ΔΝΤ χωρίς την εισφορά νέων κεφαλαίων και την υπαγωγή της Ελλάδας σε ευρωπαϊκή πιστοληπτική γραμμή στήριξης (ECCL) επ' αόριστον.

Στην ουσία ο Σαμαράς ζητούσε οι Ευρωπαίοι να καλύπτουν τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας επιβάλλοντας επιπλέον μέτρα λιτότητας, όμως όχι άμεσα, αλλά μετά τις εκλογές, όταν ο ίδιος θα είχε περάσει τον πολιτικό κάβο. Αυτή η στρατηγική συνοδευόταν από την προσπάθεια να δημιουργηθεί η παραπλανητική εντύπωση ότι η Ελλάδα είχε δήθεν αφήσει πίσω της τα Μνημόνια.

Στο κρίσιμο ερώτημα, όμως, γιατί οι Ευρωπαίοι να συναινέσουν σε αυτό το σχέδιο, το βασικό επιχείρημα του Σαμαρά ήταν απλό και αφοπλιστικό: «Γιατί αλλιώς θα έρθει ο Τσίπρας!»

Ο Ντέκλαν Κοστέλο, εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, διαφωνούσε ριζικά με το ενδεχόμενο ολοκλήρωσης του προγράμματος χωρίς τη συμμετοχή του ΔΝΤ, καθώς κάτι τέτοιο θα σήμαινε απώλεια της προβλεπόμενης δόσης των 15 δισ. ευρώ. Χωρίς αυτήν τη χρηματοδότηση, η Ελλάδα δεν θα ήταν σε θέση να καλύψει τις υποχρεώσεις της ήδη από τις αρχές του 2015.

Η ελληνική πλευρά όμως συνέχισε ακάθεκτη την προώθηση του σχεδίου της, που σε τελική ανάλυση δεν ήταν απλώς υπονόμευση της επικείμενης Κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, ήταν κυρίως υπονόμευση της ίδιας της χώρας.

Στις 23 Σεπτεμβρίου 2014 πήγε, μάλιστα, ο ίδιος ο Σαμαράς προσωπικά στο Βερολίνο για να ζητήσει από τη Μέρκελ να ολοκληρωθεί η τελευταία αξιολόγηση, χωρίς να υλοποιηθούν τα δύσκολα μέτρα. Προς δυσάρεστη έκπληξη του η απάντησή της ήταν αρνητική.

Στα μέσα Οκτωβρίου οι αγορές αντέδρασαν έντονα στις ευρέως διαδεδομένες φήμες ότι η ελληνική Κυβέρνηση έψαχνε τρόπους να αποφύγει, για πολιτικούς λόγους, την υλοποίηση του προγράμματος.

Το ελληνικό Χρηματιστήριο κατέρρευσε. Το ΔΝΤ αρνήθηκε να επιστρέψει στην Αθήνα για τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων, δηλώνοντας ότι η ελληνική πλευρά είχε ολοκληρώσει μόνο μία από τις δεκατέσσερις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις της πέμπτης αξιολόγησης.

Μεταξύ των ανολοκλήρωτων μεταρρυθμίσεων και η πιο κρίσιμη, αυτή που αφορούσε το μη βιώσιμο Ασφαλιστικό.

Η Κυβέρνηση Σαμαρά έπαιξε το τελευταίο της χαρτί ενόψει του Eurogroup της 8ης Δεκεμβρίου. Απέστειλε το γνωστό «email Χαρδούβελη», επιχειρώντας να αμβλύνει την εντύπωση ότι δεν προτίθετο να τηρήσει τις δεσμεύσεις της.

Παρουσίασε σ' αυτό μια δέσμη δημοσιονομικών μέτρων, τα οποία θεωρητικά θα μπορούσαν να καλύψουν το εναπομείναν δημοσιονομικό κενό, που, σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, προσέγγιζε τα 2,6 δισεκατομμύρια ευρώ.

Ωστόσο, αντιπρότεινε μέτρα ύψους μόλις ενός δισεκατομμυρίου για την ολοκλήρωση του προγράμματος και την ένταξη στην πιστοληπτική γραμμή στήριξης, δεσμευόμενη να λάβει επιπλέον μέτρα ύψους ενός δισεκατομμυρίου τον Ιούλιο του 2015, εφόσον αυτό κρινόταν αναγκαίο.

Ήταν απολύτως σαφές ότι στόχος ουσιαστικά δεν ήταν η ολοκλήρωση του προγράμματος, αλλά η δημιουργία μιας προσχηματικής συμφωνίας, με μοναδικό επιχείρημα την αποτροπή της ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία.

Παρά τις ικεσίες του Σαμαρά, όμως, η ηγεσία των Βρυξελλών παρέμεινε ανένδοτη. Κι αυτό όχι βέβαια επειδή έτρεφε συμπάθεια για τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά επειδή είχε ήδη προνοήσει να καταρτίσει το δικό της σχέδιο, ώστε να μη βρεθεί εκτεθειμένη, όπως το 2012, απέναντι στην πιθανότητα ανόδου του.

Η απόρριψη του αφηγήματος Σαμαρά περί καθαρής εξόδου ήταν πλήρης και ψυχρή. Στο Eurogroup της 9ης Δεκεμβρίου κανείς δεν ανταποκρίθηκε στην μπλόφα του.

Το σχέδιο-βιτρίνα εγκαταλείφθηκε από τον ίδιο χωρίς μάχη. Την ίδια κιόλας ημέρα, μπήκε σε εφαρμογή το εναλλακτικό πλάνο του: να χρεωθεί η επόμενη Κυβέρνηση την αποτυχία. Η στρατηγική της «αριστερής παρένθεσης» είχε μόλις ξεκινήσει.

Ξεδιπλώνοντας τον κυνικό και καταστροφικό για τη χώρα σχεδιασμό της, στις 9 Δεκεμβρίου η Κυβέρνηση της Ν.Δ. ανακοίνωσε την πρόθεσή της να επισπεύσει κατά δύο μήνες την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας.

Με δεδομένο ότι οι ψηφοφορίες θα απέβαιναν άκαρπες, καθώς η κυβερνητική πλειοψηφία δεν διέθετε 180 Βουλευτές, στην ουσία η Κυβέρνηση ανακοίνωσε την πρόθεσή της να αποχωρήσει.

Η ανακοίνωση της επίσπευσης της προεδρικής εκλογής, στις 9 Δεκεμβρίου, με βρήκε σε επίσημο ταξίδι στο Βελιγράδι. Γύρισα εσπευσμένα στην Ελλάδα και κλήθηκα να απαντήσω στο κρίσιμο δίλημμα:

Να σηκώσω το γάντι που μου πέταξε ο Σαμαράς για πρόωρες εκλογές τον Ιανουάριο, καταψηφίζοντας την πρότασή του για ΠτΔ, ή να συναινέσω, αφήνοντάς τον να πέσει στην παγίδα της χρεοκοπίας που τόσο προσεκτικά είχε στήσει εις βάρος μου;

Η λογική του κομματικού οφέλους μου φώναζε να πάω στο δεύτερο. Μα η λογική της πατρίδας, η καρδιά μου, μου επέβαλλε το πρώτο.

Η Βουλή διαλύθηκε και προκηρύχθηκαν εκλογές για τις 25 Ιανουαρίου 2015. Οι εκλογές εκείνες, που ξεκίνησαν με κουραμπιέδες και μελομακάρονα εν μέσω εορτών, υπήρξαν μια από τις πιο φορτισμένες στιγμές στην Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας.

Η Ν.Δ. οικοδόμησε, πάλι, την καμπάνια της πάνω στον φόβο. Ήταν μια προσπάθεια να απευθυνθεί στις βαθύτερες ανησυχίες των πολιτών, οι οποίοι είχαν ήδη σημαδευτεί από τα χρόνια της κρίσης.

Η εικόνα ενός μέλλοντος γεμάτου αβεβαιότητα κυριάρχησε στα μηνύματά της. Όρθωνε μπροστά στους Έλληνες την απειλή του απόλυτου χάους. Όχι μόνο οικονομικού, αλλά και πολιτικού. Ο ρόλος της εξόδου από το ευρώ και της απομόνωσης από την Ευρώπη, έγινε το βασικό της όπλο.

Όμως, παρά την προπαγάνδα της αυτή, οι πολίτες γύρισαν την πλάτη στο παλιό. Δεν ήθελαν να ζουν άλλο έτσι. Ήθελαν να αγκαλιάσουν την ελπίδα για μια καλύτερη ζωή. Για μια πατρίδα απαλλαγμένη από την απειλή της καταστροφής.

Εκείνη τη βραδιά δέχτηκα και τα πρώτα τηλεφωνήματα συγχαρητηρίων από φίλους και πολιτικούς αντιπάλους. Και από τον Αντώνη Σαμαρά. Αν και η κίνησή του μου φάνηκε εκ πρώτης όψεως ως δείγμα πολιτικού πολιτισμού και διάθεσης εθνικής συνεννόησης, σύντομα οι πρώτες μου θετικές εντυπώσεις διαψεύστηκαν.